- καββάλλω
- καββάλλω (Α)αιολ. τ. τού καταβάλλω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κα — Ένα από τα στοιχεία που αποτελούν τον άνθρωπο, σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Τα στοιχεία αυτά ήταν αρχικά όλο το σώμα, έπειτα η ψυχή, την οποία φαντάζονταν σαν πουλί με ανθρώπινο κεφάλι (μπα), το πνεύμα (αχ) και τέλος, το κ.… … Dictionary of Greek
καμμονίη — καμμονίη, ἡ (Α) (επικ. τ. αντί καταμονή) η επιμονή στη μάχη και η νίκη που προέρχεται από την επιμονή αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται είτε < *καταμονίη (< κατάμονος < καταμένω), με αιολ. αποκοπή … Dictionary of Greek